σακελίζω

σακελίζω
σακελίζω, Byz. form for σακίζω, Sch.Ar.Pl.1088; also [full] σακέλισμα,
A gloss on ἠθμοῦ, D.S.5.28, and [full] σακελιστήριον, τό, used to explain ἠθμός, Sch.Ar.Pl.1088, Tz.H.13.420.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σακελίζω — pres subj act 1st sg σακελίζω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακελίζω — και σακκελίζω ΝΜΑ [σακ(κ)ελ(λ)ιον] στραγγίζω, σουρώνω νεοελλ. (κυρίως) στραγγίζω τα μακαρόνια ή άλλα ζυμαρικά στο σουρωτήρι …   Dictionary of Greek

  • σακελίζομεν — σακελίζω pres ind act 1st pl σακελίζω imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σακέλισμα — τὸ, ΜΑ [σακελίζω] ηθμός, στραγγιστήρι …   Dictionary of Greek

  • σακελιστήριον — τὸ, Μ ηθμός, σουρωτήρι, στραγγιστήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σακελίζω «στραγγίζω» + επίθημα τήριον (πρβλ. βασανισ τήριον)] …   Dictionary of Greek

  • σακκελίζω — ΝΜΑ βλ. σακελίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”